Caryopsis
A dry fruit in which the pericarp is tightly fused to the seed; It does not split at maturity.
Μονόσπερμος, ξηρός, αδιάρρηκτος καρπός με το περίβλημα του σπέρματος προσφυόμενο στο τοίχωμα του περικαρπίου, π.χ. Poaceae, αγρωστώδη.
Abbreviation:
Car
Τίτλος Όρου (Title GR):
Καρύοψη