Annotations
Term | Term (GR) | Abbreviation | Description |
---|---|---|---|
Achene | Αχαίνιο | Ach | Μονόσπερμος, αδιάρρηκτος καρπός, με το σπέρμα προσαρτημένο στο περικάρπιο σε ένα μόνο σημείο, π.χ. οι επιμέρους καρποί (ηλιόσποροι) στον ηλίανθο ή σε άλλα Asteraceae. A single-seeded fruit in which the seed is attached to the pericarp only at its base. |
Berry | Ράγα | Ber | Fruit with a thin skin and a pericarp that is relatively soft at maturity. Χυμώδης καρπός με σαρκώδες περικάρπιο, π.χ. Vitis, σταφύλι (τύπος καρπού). |
Capsule | Κάψα | Cap | A dry fruit that splits in various ways at maturity, often along or between carpel margins; also the main part of a sporophyte in which different types of tissues develop. Γενικά ξηρός (σπανίως σαρκώδης), διαρρηκτός καρπός προερχόμενος από σύνθετες ωοθήκες με πολλά καρπόφυλλα. Διακρίνονται διάφοροι τύποι κάψας ανάλογα με τον τύπο ή τη θέση διάρρηξης. |
Caryopsis | Καρύοψη | Car | A dry fruit in which the pericarp is tightly fused to the seed; It does not split at maturity. Μονόσπερμος, ξηρός, αδιάρρηκτος καρπός με το περίβλημα του σπέρματος προσφυόμενο στο τοίχωμα του περικαρπίου, π.χ. Poaceae, αγρωστώδη. |
Cone | Κώνος | Con | An aggregation of sporophylls on a common axis; it usually resembles a cone or is somewhat conelike in appearance. Ένα τροποποιημένο σύστημα βλαστού καθορισμένης ανάπτυξης πολλών μη ανθοφόρων αγγειωδών φυτών που αποτελείται από έναν άξονα, ο οποίος είτε φέρει σποριόφυλλα (στους απλούς κώνους) ή σπερματικά λέπια που υποβαστάζονται από βράκτια (στους σύνθετους κώνους των κωνοφόρων). Συν.: στρόβιλος (strobilus). |
Drupe | Δρύπη | Dru | A simple fleshy fruit with a single seed enclosed by a hard, stony endocarp, or pit, which usually develops from flowers with a superior ovary containing a single ovule. Ένας σαρκώδης καρπός με ένα σκληρό, ξυλώδες ενδοκάρπιο, π.χ. στα είδη Prunus: ροδάκινο, δαμάσκηνο, κεράσι. |
Follicle | Θύλακος | Fol | A dry fruit that splits along one side only. Ένας ξηρός, διαρρηκτός καρπός, ο οποίος προέρχεται από ένα καρπόφυλλο, το οποίο ανοίγει κατά μήκος μίας ραφής, π.χ. στο γένος Asclepias. |
Legume | Χέδρωπας | Leg | A dry fruit that splits along two “seams,” the seeds being attached along the edges. Ένας ξηρός, διαρρηκτός καρπός που προέρχεται από ένα καρπόφυλλο, το οποίο διαρρηγνύεται κατά μήκος δύο ραφών, π.χ. Fabaceae. |
Samara | Σαμάριο | Sam | A dry fruit whose pericarp extends around the seed in the form of a wing. Ξηρός καρπός με πτερύγια, π.χ. Acer, Ulmus. |
Schizocarp | Σχιζοκάρπιο | Sch | A dry, splitting twin fruit unique to the Parsley Family (Apiaceae). Ένας ξηρός, διαρρηκτός τύπος καρπού, προερχόμενος από μια σύνθετη ωοθήκη με δύο ή περισσότερους χώρους, οι οποίοι χωρίζονται στην ωριμότητα. Οι μονάδες καρπών που περιέχονται σε κάθε χώρο μπορούν να προσδιορισθούν βάσει άλλων απλών τύπων καρπών. |
Silicle | Κεράτιο | Sil | A dry fruit that splits along two sides or seams, but the seeds are borne on a central partition, which is exposed when the two halves of the fruit separate. Its width is less than three times as long as it is wide. Ξηρός, διαρρηκτός καρπός με δύο καρπόφυλλα που διαρρηγνύεται κατά μήκος δύο ραφών, που έχει ένα παραμένον χώρισμα (μεμβρανώδες διάφραγμα) και το πλάτος του είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το μήκος του, π.χ. Brassicaceae. |
Spores | Σπόρια | Spo | A spherical reproductive structure of aquatic pteridophytes, which functions to allow the internal part of the sporangium to remain dormant and to resist dehydration for a long time. Μια σφαιρική αναπαραγωγική δομή των υδρόβιων πτεριδοφύτων, που λειτουργεί για να επιτρέπει στο εσωτερικό των σποριαγγείων να παραμένει σε λήθαργο και να αντιστέκεται στην αφυδάτωση για μεγάλο χρονικό διάστημα. |
Utricle | Ασκίδιο | Utr | Small, swollen, single-seeded dry fruit. Achene in which the pericarp is significantly larger than the mature seed, e.g. Atriplex. Μικρός, φουσκωμένος, μονόσπερμος, ξηρός καρπός. Αχαίνιο στο οποίο το περικάρπιο είναι σημαντικά μεγαλύτερο από το ώριμο σπέρμα, π.χ. Atriplex. |